- ἀνατειχισμός
- ἀνατειχ-ισμός, ὁ,A rebuilding of walls, X.HG4.8.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανατειχισμός — ο (Α ἀνατειχισμός) ανοικοδόμηση ή επιδιόρθωση τείχους … Dictionary of Greek
ἀνατειχισμόν — ἀνατειχισμός rebuilding of walls masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατείχιση — ανατείχιση, η και ανατειχισμός, ο η οικοδόμηση από την αρχή τείχους ή η ανοικοδόμηση γκρεμισμένου: Μετά τα μηδικά έγινε ανατείχιση της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)